top of page
  • Εικόνα συγγραφέαΜαργαρίτα Οκτωράτου

Νέα Μελέτη. Η διατροφή στα πρώτα χρόνια ζωής διαμορφώνει τον εγκέφαλο & τις διατροφικές προτιμήσεις

Πές μου τί σου αρέσει να τρως, να σου πω πώς τρεφόσουν


Περίληψη: Έγκυρη μελέτη αναδεινύει το πώς οι πρώιμες γευστικές εμπειρίες επηρεάζουν τις διατροφικές προτιμήσεις στους ενήλικες αποκαλύπτοντας τους μηχανισμούς επίδρασης της διατροφής στην ανάπτυξη του εγκεφάλου.


Σχεδόν 200 χρόνια πριν, στο έργο του «The Physiology of Taste», ο Jean-Anthelme Brillat-Savarin ανέφερε ότι, οι διατροφικές μας προτιμήσεις διαμορφώνονται πολύ νωρίς στη ζωή μας ως συνέπεια της «εμπειρίας» μας με το φαγητό και στο πλαίσιο του περιβάλλοντος στο οποίο μεγαλώνουμε. Εκείνη την περίοδο κατέληγε στο περιβόητο: «Πες μου τι τρως: Θα σου πω τι είσαι». Και σήμερα, χάρη στην πρόοδο των νευροβιολογικών και απεικονιστικών επιστημών, γνωρίζουμε με μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι, οι διατροφικές μας προτιμήσεις διαμορφώνονται ήδη από την εμβρυική ηλικία και τα πρώιμα παιδικά μας χρόνια, μέσα πολύπλοκες νευροβιολογικές διεργασίες που περιλαμβάνουν την επίδραση των πρώιμων γευστικών εμπειριών μας στον εγκέφαλο μας.


Με τι ασχολήθηκε η νέα μελέτη


Από προηγούμενες μελέτες με βρέφη γνωρίζαμε ότι, οι πρώιμες γευστικές εμπειρίες επηρεάζουν τις προτιμήσεις αργότερα στη ζωή. Ωστόσο, καμία προηγούμενη μελέτη δεν είχε εξετάσει τις νευροβιολογικές βάσεις αυτού του φαινομένου – το τί ακριβώς συμβαίνει στον υπό διαμόρφωση εγκέφαλο και με ποιον τρόπο. Έτσι, στη νέα τους μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Science Advances, ερευνητές του Πανεπιστημίου Stony Brook θέλησαν να διερευνήσουν τις νευροβιολογικές διεργασίες που εμπλέκονται στη διαμόρφωση των γευστικών προτιμήσεων ήδη από την μικρή ηλικία.


Όπως είναι γνωστό, οι νευροβιολογικοί μηχανισμοί που σχετίζονται με τη γεύση είναι παρόμοιοι στα θηλαστικά. Η ερευνητική ομάδα από το Τμήμα Νευροβιολογίας και Συμπεριφοράς της Ιατρικής Σχολής μελέτησε τις επιδράσεις διαφορετικών γευστικών διαλυμάτων σε διαφορετικές ομάδες συγκεκριμένου είδους ποντικών για περίοδο μίας εβδομάδας. Οι ποντικοί ήταν είτε πρόσφατα απογαλακτισμένοι ή ενήλικες. Επίσης, για λόγους σύγκρισης, υπήρξαν ομάδες ελέγχου πρόσφατα απογαλακτισμένων και ενήλικων ποντικών που ανατράφηκαν εξαρχής με μία «κανονική» διατροφή (χωρίς γευστική ποικιλία).


Μετά από μια εβδομάδα κατά την οποία οι νεαροί (πρόσφατα απογαλακτισμένοι) και οι μεγαλύτεροι (ενήλικες) ποντικοί βίωσαν την ποικιλία γεύσεων μέσα από τα διαφορετικά γευστικά διαλύματα, όλες οι ομάδες επέστρεψαν σε μία «κανονική» διατροφή, ισορροπημένη σε ότι αφορά τα θρεπτικά συστατικά, αλλά ουδέτερη σε ότι αφορά τη γεύση (όπως οι ομάδες ελέγχου).


Οι ερευνητές κατέγραψαν εν τω μεταξύ και τη δραστηριότητα των νευρώνων (εγκεφαλικά κυτταρα) στον γευστικό φλοιό, δηλαδή το μέρος του εγκεφάλου που εμπλέκεται στην αντίληψη της γεύσης και στις αποφάσεις σχετικά με την κατάποση ή την απόρριψη της τροφής.


Τι έδειξε η μελέτη


Αρκετές εβδομάδες μετά την πρώτη έκθεση των ομάδων (πρόσφατα απογαλακτισμένοι vs. ενήλικες) στη διατροφή με γευστική ποικιλία, οι ερευνητές μέτρησαν την προτίμηση όλων των ποντικών για ένα γλυκό διάλυμα σε σύγκριση με το νερό. Διαπίστωσαν ότι, τα ποντίκια που γνώρισαν τη γευστική ποικιλία νωρίς στη ζωή τους έδειχναν μεγαλύτερη προτίμηση στη γλυκιά γεύση στην ενήλικη ζωή σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου που αντιστοιχούσε στην ηλικία τους. Αυτή η προτίμηση είχε εξαρτηθεί από έναν συνδυασμό εμπειριών που σχετίζονται με τη γεύση και την όσφρηση, καθως και από σήματα που στέλνει το γαστρεντερικό σύστημα στον εγκέφαλο. Αντίθετα, τα ποντίκια που εκτέθηκαν στη γευστική ποικιλία ως ενήλικες δεν έδειξαν διαφορετικές προτιμήσεις στη γλυκιά γεύση σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου που ταίριαζε με την ηλικία τους. Από τα αποτελέσματα οι ερευνητές συμπέραναν ότι η γευστική εμπειρία επηρεάζει την προτίμηση, αλλά μόνο εάν δίνεται μέσα σε ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα.


Επίσης, από την καταγραφή της δραστηριότητας των νευρώνων φάνηκε ότι, η διαφορετική προτίμηση στη γλυκιά γεύση είχε σχέση με διαφορές στη δραστηριότητα ενός συγκεκριμένου είδους νευρώνων του εγκεφάλου των ενήλικων ποντικών, των ανασταλτικών νευρώνων. Αυτό οδήγησε στο ερώτημα εάν η επίδραση στους ανασταλτικούς νευρώνες μπορεί να ανοίξει ξανά «το παράθυρο της ευαισθησίας» στη γευστική εμπειρία και στην ενήλικη ζωή.


Για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, η ερευνητική ομάδα προχώρησε σε διάσπαση των περινευρωνικών δικτύων του γευστικού φλοιού, τα οποία είναι ιστοί πρωτεϊνών που συσσωρεύονται γύρω από τους ανασταλτικούς νευρώνες νωρίς στη ζωή. Μόλις δημιουργηθούν, αυτά τα δίχτυα παίζουν βασικό ρόλο στον περιορισμό της πλαστικότητας – δηλαδή την ικανότητα να αλλάζουν ως απόκριση σε ερεθίσματα σε ανασταλτικές συνάψεις.


Όταν ενήλικα ποντίκια χωρίς περινευρωνικά δίκτυα στον γευστικό φλοιό εκτέθηκαν στη γευστική ποικιλία, εμφάνισαν παρόμοια αλλαγή στην προτίμηση της γλυκιάς γεύσης με την ομάδα που είχε εκτεθεί νωρίτερα στη ζωή. Αυτός ο χειρισμός «αναζωογόνησε» τις ανασταλτικές συνάψεις στον γευστικό φλοιό και αποκατέστησε την πλαστικότητα ως απάντηση στη γευστική εμπειρία, γεγονός που επιβεβαίωσε τη σημασία της ωρίμανσης και της πλαστικότητας στα ανασταλτικά κυκλώματα για την ανάπτυξη της προτίμησης γεύσης στο πειραματικό μοντέλο.


Γιατί η μελέτη είναι σημαντική για τους ανθρώπους.


Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι, αν και η μελέτη έγινε σε ποντίκια, και με δεδομένο ότι υπάρχουν κοινές βιολογικές βάσεις, τα αποτελέσματα της είναι σημαντικά για τους επιστήμονες που διερευνούν τις βιολογικές πτυχές των εμπειριών που σχετίζονται με τη γεύση στον άνθρωπο.


«Πριν από αυτή τη μελέτη, επικρατούσε η άποψη ότι η γεύση δεν διαμορφώνεται σε ένα «καθορισμένο παράθυρο» με αυξημένη ευαισθησία στην εμπειρία όπως συμβαίνει με άλλα αισθητηριακά συστήματα όπως η όραση, η ακοή και η αφή. Το γεγονός ότι υπάρχει μία «κρίσιμη περίοδος» στον κύκλο της ζωής κατά την οποία αναπτύσσονται οι γευστικές προτιμήσεις ήταν μια μοναδική και συναρπαστική ανακάλυψη.».


«Για να αναπτυχθεί η γευστική προτίμηση, χρειάζεται να υπάρχει μια πλήρης γευστική εμπειρία», προσθέτει ο Maffei. «Αυτό περιλαμβάνει την ανίχνευση της γεύσης στο στόμα, τη συσχέτισή της με την όσφρηση και την ενεργοποίηση των γαστρεντερικών αισθήσεων. Όλες αυτές οι πτυχές επηρεάζουν τη δραστηριότητα των εγκεφαλικών κυκλωμάτων, προάγοντας την υγιή ανάπτυξή τους»


Όσον αφορά τους ανθρώπους, ο Maffei επισημαίνει ότι συχνά δείχνουμε προτίμηση για το φαγητό από την παιδική μας ηλικία, αναδεικνύοντας σημαντικές πολιτισμικές πτυχές της γευστικής μας εμπειρίας. Επιπλέον, σε ότι αφορά τη δημόσια υγεία, αρκετές νευροαναπτυξιακές και νευροεκφυλιστικές διαταραχές συχνά συνδέονται με υπερ- ή υποευαισθησία σε γευστικά ερεθίσματα, υποδηλώνοντας συνδέσεις μεταξύ γεύσης και εγκεφαλικής λειτουργίας στην υγεία και την ασθένεια.


«Η επέκταση των γνώσεών μας σχετικά με τα αναπτυξιακά νευρικά κυκλώματα που σχετίζονται με τη γεύση – όπως με αυτή τη μελέτη – θα συμβάλει στην κατανόηση των διατροφικών επιλογών, των διατροφικών διαταραχών και των ασθενειών που σχετίζονται με διαταραχές του εγκεφάλου», τονίζει ο Maffei.


Οι Schiff, Maffei και οι συνεργάτες τους καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα συνολικά πειραματικά τους αποτελέσματα δημιουργούν μια θεμελιώδη σύνδεση μεταξύ της γευστικής εμπειρίας, της προτίμησης για γλυκιά γεύση, της ανασταλτικής πλαστικότητας, της λειτουργίας των εγκεφαλικών κυκλωμάτων και της σημασίας της διατροφής στην πρώιμη ζωή για τον καθορισμό των γευστικών προτιμήσεων.


Χρηματοδότηση: Η έρευνα υποστηρίχθηκε από διάφορες επιχορηγήσεις από το Εθνικό Ινστιτούτο Κώφωσης και Άλλες Διαταραχές Επικοινωνίας και από το Εθνικό Ινστιτούτο Νευρολογικών Διαταραχών και Εγκεφαλικού του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας των ΗΠΑ.

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page